- παριανός
- και σπάν. τ. παριανεϊκός, -ή, -ό [Πάρος]1. ο πάριος2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Παριανός και η Παριανήο κάτοικος τής Πάρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παριανός — ή, ό αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Πάρο: Παριανό μάρμαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πάριος — α, ο [Πάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.) ο Πάριος και η Πάρια ο κάτοικος τής Πάρου, ο Παριανός 3. φρ. «πάριο μάρμαρο» ή «πάριο χρονικό» επιγραφή γραμμένη στην αττική… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek